грубость
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Russian > Greek
ὕβρις, φορτικότης, φόρτος, ἀγρειοσύνη, ἀγριότης, θηριότης, θηριῶδες, ἀμουσία, ἀπειροκαλία, ἀχαριστία, βαναυσία, βαναυσίη, ὠμότης, τραχύτης, σολοικισμός