ἀπειροκαλία

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειροκᾰλία Medium diacritics: ἀπειροκαλία Low diacritics: απειροκαλία Capitals: ΑΠΕΙΡΟΚΑΛΙΑ
Transliteration A: apeirokalía Transliteration B: apeirokalia Transliteration C: apeirokalia Beta Code: a)peirokali/a

English (LSJ)

ἡ, ignorance of the beautiful, want of taste, ἀμουσία καὶ ἀπειροκαλία Pl.R.403c; ὑπ' ἀπειροκαλίας ib.405b; ἀπειροκαλία περὶ χρήματα = vulgar extravagance, Arist.EN1107b19; of literary style, D.H.Dem.23: in plural, ἀπειροκαλίαι = vulgarities, X.Cyr.1.2.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desconocimiento de lo bello, mal gusto, vulgaridad, ἀμουσία καὶ ἀ. Pl.R.403c, cf. 405b, X.Cyr.1.2.3, ὑπερβολὴ (περὶ χρήματα) ... ἀπειροκαλία Arist.EN 1107b19, cf. Philostr.VS 627, Plu.2.124e, 527d, Ph.2.70, 479, Luc.Nigr.21, Laps.7, Dom.2, del estilo, D.H.Dem.23.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, Unerfahrenheit im Schönen, Geschmacklosigkeit, καὶ ἀμουσία Plat. Rep. III, 403 c; Xen. Cyr. 1, 2, 3, im plur., φωναὶ καὶ ἀπ., rohes Geschrei. – Überladung, D. Hal. 2, 23.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειροκᾰλία:непонимание прекрасного, дурной вкус, безвкусие, грубость Xen., Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειροκᾰλία: ἡ, ἄγνοια τοῦ καλοῦ, δηλ. τοῦ ὡραίου, ἔλλειψις καλλαισθησίας, ἀπειροκαλία καί ἀμουσία Πλάτ. Πολ. 403C· ὑπό ἀπειροκαλίας αὐτόθι 405Β· ἀπειροκαλία περί χρήματα, χυδαία ἀσωτία,Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6· κατά πληθ., πράξεις χυδαῖαι καί ἀγροίκων ἄξιαι, βαναυσίαι, «προστυχιαῖς». Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3.

Greek Monolingual

η (AM ἀπειροκαλία)
άγνοια του ωραίου, έλλειψη καλαισθησίας
αρχ.
1. (πληθ). ἀπειροκαλίαι
χυδαιότητες, προστυχιές
2. φρ. «ἀπειροκαλία περὶ χρήματα» — χυδαία ασωτία.

Greek Monotonic

ἀπειροκᾰλία: ἡ, αδαημοσύνη περί του ωραίου, έλλειψη καλαισθησίας, σε Πλάτ.· στον πληθ., πράξεις που αρμόζουν σε αγροίκους και άξεστους ανθρώπους, χυδαιότητες, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἀπειρόκαλος
ignorance of the beautiful, want of taste, Plat.: in plural vulgarities, Xen.

English (Woodhouse)

want of artistic feeling, want of taste

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

vulgarity

Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: vulgarité; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: Vulgarität; Greek: χυδαιότητα, χυδαιότης; Ancient Greek: ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, τὸ χαμαιτυπές, χυδαιολογία, χυδαιότης; Portuguese: vulgaridade; Russian: вульгарность, пошлость; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: vulgaridad; Ukrainian: вульгарність