надевать на себя
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Russian > Greek
ἐπιβάλλω, ἀναστέλλω, ἐνδιδύσκω, περιαμπέχω, ἐγκομβόομαι, στολιδόομαι, περιτίθημι, περιάπτω, περάπτω, ἐνδύω, ἕννυμι, ἐπείνυμι, παραρτάω, παραρτέω, περιζώννυμαι, περικαθάπτω, ἐξάπτω, ἐνάπτω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω