умело
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Russian > Greek
δεξιῶς, ἐπισταμένως, τεχνηέντως, τεχνικῶς, πραγματικῶς, γλαφυρῶς, εὐτραπέλως, ἐντέχνως, κατατέχνως, ἑκτικῶς, εὐαγώγως, ἐπιστημόνως, περιφραδέως, δαΐως