гонец
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Russian > Greek
τρόχις, ἐξάγγελος, ἄγγελος, δρομοκήρυξ, ἀστάνδης, πτεροφόρος, ἐπιστολεύς, βιβλιοφόρος, βιβλιαφόρος, γραμματοφόρος, διάγγελος, ἡμεροδρόμος, πομπός