гонец
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Russian > Greek
τρόχις, ἐξάγγελος, ἄγγελος, δρομοκήρυξ, ἀστάνδης, πτεροφόρος, ἐπιστολεύς, βιβλιοφόρος, βιβλιαφόρος, γραμματοφόρος, διάγγελος, ἡμεροδρόμος, πομπός