ловкость
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Russian > Greek
πολυτροπία ;; πολυτροπίη ;; φιλότεχνον ;; ἐπιδεξιότης ;; εὐχέρεια ;; φιλοτεχνία ;; εὐστοχία ;; δριμύτης ;; δεξιότης ;; λῆμα ;; λᾶμα ;; σοφία