ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
καταρρυπαίνω ;; μολύνω ;; φορύσσω ;; μιαίνω ;; ἐπιρρυπαίνω ;; καταμιαίνω ;; χραίνω ;; τέγγω