Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
σταθμόομαι, συνυπονοέω, τοπάζω, ἐπεικάζω, μαντεύομαι, ὑπονοέω, σημαίνω, στοχάζομαι