догадываться
From LSJ
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
Russian > Greek
σταθμόομαι, συνυπονοέω, τοπάζω, ἐπεικάζω, μαντεύομαι, ὑπονοέω, σημαίνω, στοχάζομαι
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
σταθμόομαι, συνυπονοέω, τοπάζω, ἐπεικάζω, μαντεύομαι, ὑπονοέω, σημαίνω, στοχάζομαι