отходить
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Russian > Greek
ὑπονοστέω ;; ἀναχωρέω ;; ἀναχάζω ;; ἀγχάζω ;; χάζω ;; εἴκω ;; ὑπείκω ;; ὑποείκω ;; ἀποχάζομαι ;; ὑποχωρέω ;; ἐξαναχωρέω ;; ὑποστέλλω ;; ὑπαποκινέω ;; ὑποφεύγω ;; ἀπερωέω ;; ἀποχωρέω ;; παροίχομαι ;; παραλλάσσω ;; ὑπέρχομαι ;; ἀπαίρω ;; ἀναλύω ;; ἀφίστημι