неумеренно
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Russian > Greek
ἀμέτρως ;; ἐκπεπταμένως ;; ὑπερκόπως ;; ἀκρατῶς ;; ἀκολάστως ;; ἀταμιεύτως ;; ὑπεράκρως ;; ὑπερβεβλημένως ;; ὑπερόγκως ;; προπετῶς ;; κατακόρως