κατακόρως
From LSJ
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
English (LSJ)
Adv. from κατάκορος.
French (Bailly abrégé)
adv.
à satiété, à foison.
Étymologie: κατάκορος.
Russian (Dvoretsky)
κατακόρως:
1 вдоволь, вовсю (τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem.);
2 очень, весьма: κ. τῇ κραυγῇ χρῆσθαι Polyb. оглушительно кричать; κ. ἐρυθρός Plut. ярко-красный;
3 чрезмерно, неумеренно: κ. χρῆσθαί τινι Arst., Plut. злоупотреблять чем-л.