сопротивление
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Russian > Greek
ἀντέξωσις ;; ἀνθολκή ;; ἀντίταξις ;; ἀντίστασις ;; ἀντίπραξις ;; ἐναντίωσις ;; ἀντίθεσις ;; ἀφηνιασμός ;; ἀντέρεισις ;; ἀντίβασις ;; ἀντίτασις ;; ἔνστασις