ἀντίτασις

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίτᾰσις Medium diacritics: ἀντίτασις Low diacritics: αντίτασις Capitals: ΑΝΤΙΤΑΣΙΣ
Transliteration A: antítasis Transliteration B: antitasis Transliteration C: antitasis Beta Code: a)nti/tasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀντιτείνω)
A stretching the contrary way, e.g. in the setting of a dislocated limb, Hp.Art.75.
2 opposition, resistance, πᾶσαν ἀ. ἀντιτείνειν Pl.Lg.781c.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cirug. acción de tirar en dirección contraria para encajar un miembro dislocado, Hp.Art.75, Gal.10.430, 433, 442.
2 oposición, resistencia πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτεῖνον Pl.Lg.781c.

German (Pape)

[Seite 262] ἡ (das Gegenausdehnen), der Widerstand, πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτείνειν, allen Widerstand leisten, Plat. Legg. VI, 781 c.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίτᾰσις: εως ἡ сопротивление: πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτείνειν Plat. оказывать всяческое сопротивление.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτᾰσις: -εως, ἡ, (ἀντιτείνω) ἡ πρὸς τὸ ἐναντίον μέρος τάνυσις, οἷον κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξαρθρωθέντος μέλους, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836. 2) ἐναντίωσις, ἀντίστασις, πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτείνειν Πλάτ. Νόμ. 781C.

Greek Monolingual

ἀντίτασις, η (Α)
1. (για εξαρθρωμένο μέλος) τράβηγμα προς το αντίθετο μέρος
2. εναντίωση, αντίσταση.