ἀντίτασις
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀντιτείνω)
A stretching the contrary way, e.g. in the setting of a dislocated limb, Hp.Art.75.
2 opposition, resistance, πᾶσαν ἀ. ἀντιτείνειν Pl.Lg.781c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cirug. acción de tirar en dirección contraria para encajar un miembro dislocado, Hp.Art.75, Gal.10.430, 433, 442.
2 oposición, resistencia πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτεῖνον Pl.Lg.781c.
German (Pape)
[Seite 262] ἡ (das Gegenausdehnen), der Widerstand, πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτείνειν, allen Widerstand leisten, Plat. Legg. VI, 781 c.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίτᾰσις: εως ἡ сопротивление: πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτείνειν Plat. оказывать всяческое сопротивление.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτᾰσις: -εως, ἡ, (ἀντιτείνω) ἡ πρὸς τὸ ἐναντίον μέρος τάνυσις, οἷον κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξαρθρωθέντος μέλους, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836. 2) ἐναντίωσις, ἀντίστασις, πᾶσαν ἀντίτασιν ἀντιτείνειν Πλάτ. Νόμ. 781C.
Greek Monolingual
ἀντίτασις, η (Α)
1. (για εξαρθρωμένο μέλος) τράβηγμα προς το αντίθετο μέρος
2. εναντίωση, αντίσταση.