решительный
Russian > Greek
πρακτικός, δραστήριος, ἐρρωμένος, ἰσχυρός, κραταιός, σύντονος, δραστικός, ἰθύς, τομός, ἑτεραλκής, ἰτητικός, παρακινδυνευτικός, θρασυμήδης, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος, ἰταμός, τολμήεις, ἑτοῖμος
πρακτικός, δραστήριος, ἐρρωμένος, ἰσχυρός, κραταιός, σύντονος, δραστικός, ἰθύς, τομός, ἑτεραλκής, ἰτητικός, παρακινδυνευτικός, θρασυμήδης, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος, ἰταμός, τολμήεις, ἑτοῖμος