раб
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Russian > Greek
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης, ἀνδράποδον, ἄνθρωπος
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης, ἀνδράποδον, ἄνθρωπος