combine
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. συνάγω, συνάγειν, P. συνίσταμαι, συνιστάναι.
put together: P. and V. συντίθημι, συντιθέναι.
mix together: P. and V. συγκεραννύω, συγκεραννύναι.
verb intransitive
P. and V. συνέρχομαι, συνέρχεσθαι.
combine politically: Ar. and P. συνίστασθαι, καθ' ἓν γίγνεσθαι (Thuc. 3, 10), P. and V. συνομνύναι.
contribute towards: P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc., V. gen.); see contribute.