transgress
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. παραβαίνειν, ὑπερβαίνειν, συγχεῖν, P. λύω, λύειν, διαλύω, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.
transgress the law: P. παρανομεῖν (absol.), or νόμον παρανομεῖν.
Absol., sin: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, ἀδικεῖν, ἀσεβεῖν, κακουργεῖν, πανουργεῖν, πλημμελεῖν, V. ἀμπλακεῖν (2nd aor.), δυσσεβεῖν, P. παρανομεῖν.