Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
of appearance: P. and V. σκυθρωπός, γοργός (Xen.), V. στυγνός, δύσχιμος, γοργώψ, γοργωπός; see also fierce.
harsh: P. and V. πικρός, σχέτλιος; see harsh.
determined: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.