πλαγγόνα

From LSJ
Revision as of 17:56, 14 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{pape |ptext=https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623 ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL. }} {{ls |lstext='''πλαγγώ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

German (Pape)

[Seite 623] ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγγών: -όνος, ὁ, (πλάσσω) κηρίνη κοῦκλα, Καλλ. εἰς Δήμητρ. 91. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πλαγγών· κήρινον τι κοροκόσμιον, σφαῖρα, καλαθὶς (κάχαρις;), καὶ πλαγγόνες κεκρύφαλα».

Greek Monolingual

η / πλαγγών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῑρα, καλαθίς»
β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφή της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω (πρβλ. πλάγγ-ος), η σημασία της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο Πλαγγών (πρβλ. πλαγγόνων) μάλλον ταυτίζεται με το προσηγορικό].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: wax figure, wax doll (Call. Cer. 91)
Derivatives: πλαγγόνιον n. kind of ointment (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer Πλαγγών; also πλαγγών as appellat. from the PN (D. a. o.)?

Frisk Etymology German

πλαγγών: {plaggṓn}
Meaning: Wachsfigur, Wachspuppe (Kall. Cer. 91)
Derivative: mit πλαγγόνιον n. Art Salbe (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Etymology : Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch πλαγγών als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?
Page 2,547