βαδιστέον

From LSJ
Revision as of 14:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστέον Medium diacritics: βαδιστέον Low diacritics: βαδιστέον Capitals: ΒΑΔΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: badistéon Transliteration B: badisteon Transliteration C: vadisteon Beta Code: badiste/on

English (LSJ)

   A one must walk or go, σοὶ β. πάρος S.El. 1502, Str.17.1.54; one must proceed, ἐπὶ τὸ καθόλου Arist.EN1180b21: pl., βαδιστέα Ar.Ach.394.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ βαδίσῃ ἢ ὑπάγῃ ἢ περιπατήσῃ, σοὶ βαδ. πάρος Σοφ. Ἠλ. 1502, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 16· - οὕτω κατὰ πληθ., βαδιστέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 394.

Spanish (DGE)

(βᾰδιστέον) • Alolema(s): plu. -τέα Ar.Ach.394, Philostr.VA 1.18
hay que caminar, que andar σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante S.El.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.Lys.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.Harm.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ δαίμων με ἄγει Philostr.l.c.
fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general Arist.EN 1180b21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.Ep.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν ἄνω πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior Plot.1.3.2.

Greek Monotonic

βαδιστέον: ρημ. επίθ. του βαδίζω, πρέπει κανείς να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την ίδια σημασία και στον πληθ., βαδιστέα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαδιστέον, adj. verb. van βαδίζω, ook plur. βαδιστέα
1. er moet gegaan worden.
2. overdr. men moet zich wenden tot, richten op, met ἐπί + acc.. Aristot. EN 1180b21.