βρεφικός

From LSJ
Revision as of 14:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρεφικός Medium diacritics: βρεφικός Low diacritics: βρεφικός Capitals: ΒΡΕΦΙΚΟΣ
Transliteration A: brephikós Transliteration B: brephikos Transliteration C: vrefikos Beta Code: brefiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A infantile, Ph.2.84, Eust.767.16.

German (Pape)

[Seite 463] kindlich, kindisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρεφικός: -ή, -όν, νηπιώδης, Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.
2 adv. -ῶς de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βρεφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το
το βρέφος.