γέννησις

Revision as of 14:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. γένν-ᾱσις, εως, ἡ,

   A engendering, producing, E.IA1065 (lyr., codd.); γ. καὶ τόκος Pl.Smp.206e; birth, IG22.1368.130, v.l. in Ev.Luc.1.14.    2 production, ἀγαθῶν Arist.Pol.1332a18 (pl.).

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, das Erzeugen, Hervorbringen, Eur. I. A. 1065; Plat. Conv. 206 e u. öfter, neben κύησις.

Greek (Liddell-Scott)

γέννησις: Δωρ.-ᾱσις, εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, παράγειν, Εὐρ. Ι. Α. 1065, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· γ. καὶ τόκος Πλάτ. Συμπ. 206Ε. 2) παραγωγή, ἀγαθῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
génération, production ; naissance.
Étymologie: γεννάω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [gen. -ιος Philol.B 13]
1 procreación, reproducción ἡ κύησις καὶ ἡ γ. Pl.Smp.206c, αἰδοῖον δὲ σπέρματος ... καὶ γεννήσιος (ἀρχή) Philol.l.c., ἡ ἀρχαίη γ. Hp.Septim.5, cf. Democr.B 5.3, Arist.HA 545b26, χρήσιμον εἶναι πρὸς τὴν γέννησιν Arist.HA 576a16, ἐν γεννήσει ἀπαιδεύτου LXX Si.22.3, αἱ παρὰ φύσιν γεννήσεις Ocell.55, cf. Arist.de An.415a23, LXX 1Pa.4.8, Gal.5.522, Ocell.52, 56, Plot.3.5.1
en lit. crist. de la generación eterna del Hijo τὴν ἄναρχον ... γέννησιν Alex.Al.Ep.Alex.52.
2 alumbramiento, nacimiento τὸν διπλοῦν τῶν γεννήσεων χρόνον Procl.in R.2.34, πρώτη μὲν αὐτοῦ γ. ref. a Dioniso, Corn.ND 30, ἐν τῇ γεννήσει ... καὶ τῇ ἀναστάσει ref. a Cristo, Ign.Magn.11, cf. Gr.Nyss.Apoll.174.13, Leont.H.Nest.M.86.1609A, ἀπὸ τῆς γεννήσεως Orib.2.68.4, μετὰ τὴν γέννησίν μου PLond.1731.10 (VI d.C.), cf. IG 22.1368.130 (II d.C.), Vett.Val.378.1, 384.13.
3 fig. creación, producción διὰ τὴν τῶν νόμων γέννησιν Pl.Smp.209d, ἀγαθῶν γεννήσεις Arist.Pol.1332a18
como concepto fil. génesis, generación como progresión de lo uno a lo múltiple ἡ ἀπ' ἐκείνου (τοῦ ἑνός) γ. Dam.Pr.37, γ. τῶν πολλῶν ἀτόμων Dam.Pr.87, cf. Plot.6.8.20, Procl.Inst.155
en lit. crist. nacimiento a la fe Gr.Nyss.Eun.3.2.51.

English (Strong)

from γεννάω; nativity: birth.

English (Thayer)

γεννησεως, ἡ (γεννάω), a begetting, engendering (often so in Plato); nativity, birth: in γένεσις, 2.

Greek Monolingual

η
βλ. γέννηση.

Greek Monotonic

γέννησις: (γεννάω), Δωρ. -ᾱσις, -εως, , δημιουργία, παραγωγή, σε Ευρ., Πλάτ.· γέννηση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

γέννησις: дор. γέννᾱσις, εως ἡ произведение на свет, порождение, создавание или создание Eur., Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέννησις -εως, ἡ γεννάω voortbrenging, ontstaan, geboorte.

Middle Liddell

γεννάω
an engendering, producing, Eur., Plat.: birth, NTest.

Chinese

原文音譯:gšnnhsij 根尼西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:成為(的)
字義溯源:誕生,降生,家系,出世;源自(γεννάω)=生育);而 (γεννάω)出自(γένος)=親戚,族裔), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。在( 太1:18)的‘降生’,和合本用 (γένεσις)而欽定本卻用 (γέννησις
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 出世(1) 路1:14