κερτύλλιον
From LSJ
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
English (LSJ)
τό, perh.
A basket, PFlor.176.9 (iii A.D.); cf. καρτάλλιον.
Greek Monolingual
κερτύλλιον, τὸ (Α)
πάπ. πιθ. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του καρτάλλιον].