διαβρωτικός

From LSJ
Revision as of 14:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβρωτικός Medium diacritics: διαβρωτικός Low diacritics: διαβρωτικός Capitals: ΔΙΑΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diabrōtikós Transliteration B: diabrōtikos Transliteration C: diavrotikos Beta Code: diabrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.