διαμορφωτικός

From LSJ
Revision as of 14:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμορφωτικός Medium diacritics: διαμορφωτικός Low diacritics: διαμορφωτικός Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diamorphōtikós Transliteration B: diamorphōtikos Transliteration C: diamorfotikos Beta Code: diamorfwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A formative, φύσις Ptol.Tetr.142.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.