διακουφίζω
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
intr.,
A become lighter for an interval, remit, σμικρὰ δ. Hp.Epid.1.7. 2 trans., relieve, σπλῆνα Ruf. ap. Orib.45.30.69.
German (Pape)
[Seite 583] erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακουφίζω: προσκαίρως γίνομαι ἐλαφρότερος, χαλαροῦμαι (περὶ νόσων), Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
Spanish (DGE)
medic.
1 disminuir, remitir ligera o temporalmente (οἱ πυρετοί) σμικρὰ διακουφίζοντες Hp.Epid.1.7, cf. 1.26.13, 3.17.1.
2 tr. mejorar, aliviar τὸ ἧπαρ καὶ τοὺς πυρετοὺς οὐδὲ σμικρὸν οἱ ὕδεροι διακουφίζουσιν Ruf. en Orib.45.30.69, τοῖς ὀδοῦσι συμφέρει καὶ διακουφίζει τὴν κεφαλήν Ruf. en Orib.Syn.1.18.
Greek Monolingual
διακουφίζω (Α) κουφίζω
(για επιδημική νόσο) γίνομαι προσωρινά ελαφρότερος ή ηπιότερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κουφίζω intrans. lichter worden, afnemen:. σμικρὰ κουφίζοντες (koorts) die een beetje afneemt Hp. Epid. 1.7.