δικολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A pleading, ib.1354b29.
German (Pape)
[Seite 629] ἡ, Gerichtsrede, Arist. rhet. 1, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
oratoria forense, abogacía Arist.Rh.1354b29
•pleito δ. ἕνεκεν δημοσίων πραγμάτων Heph.Astr.2.32.17
•defensa ante el tribunal, Ath.Al.M.28.1065B, Gloss.2.277.
Greek Monolingual
δικολογία, η (Α) δικολόγος
δικανικός λόγος.
Russian (Dvoretsky)
δῐκολογία: ἡ произнесение судебных речей Arst.