θυελλώδης

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠελλώδης Medium diacritics: θυελλώδης Low diacritics: θυελλώδης Capitals: ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: thyellṓdēs Transliteration B: thyellōdēs Transliteration C: thyellodis Beta Code: quellw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A stormy, Sch.S.Ant.418.

German (Pape)

[Seite 1221] ες, stürmisch, Schol. Soph. Ant. 418.

Greek (Liddell-Scott)

θυελλώδης: -ες, ὅμοιος θυέλλη, τρικυμιώδης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 418, Μανασσ. Χρον. σ. 121.

Greek Monolingual

-ες (Α θυελλώδης, -ες) θύελλα
όμοιος με θύελλα, τρικυμιώδης, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος
νεοελλ.
1. μτφ. ασυγκράτητος, ακατάσχετος
2. μτφ. ταραχώδης, πολυτάραχος, περιπετειώδης («θυελλώδεις συζητήσεις»).
επίρρ...
θυελλωδώς
με θυελλώδη τρόπο, ορμητικά, με μεγάλη αναταραχή.