καθευρίσκω

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθευρίσκω Medium diacritics: καθευρίσκω Low diacritics: καθευρίσκω Capitals: ΚΑΘΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: katheurískō Transliteration B: katheuriskō Transliteration C: kathevrisko Beta Code: kaqeuri/skw

English (LSJ)

   A discover, Luc.Ocyp.68:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning... S.Ant.395 (prob. f.l. for καθῃρέθη she was caught).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. εὑρίσκω), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.

Greek (Liddell-Scott)

καθευρίσκω: εὑρίσκω, ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα καθαιρέω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

découvrir ; Pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l’a trouvée préparant la sépulture.
Étymologie: κατά, εὑρίσκω.

Greek Monolingual

καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὑρίσκω.

Greek Monotonic

καθευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω, ανακαλύπτω, σε Λουκ. — Παθ., καθευρέθη κοσμοῦσα, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθευρίσκω: находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v. l. καθῃρέθη была схвачена, от καθαιρέω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ευρίσκω ontdekken.

Middle Liddell

fut. -ευρήσω
to discover, Luc.:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning, Soph.