καλότης
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A = κάλλος, beauty, a word formed by Chrysipp.Stoic.3.60.
German (Pape)
[Seite 1314] ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλότης: -ητος, ἡ, = κάλλος, καλλονή, λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
beauté.
Étymologie: καλός.
Greek Monolingual
καλότης, ἡ (Α) καλός
(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) κάλλος, καλλονή.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλότης: ητος ἡ красота Chrysippus ap. Plut.