καλότης

From LSJ
Revision as of 15:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότης Medium diacritics: καλότης Low diacritics: καλότης Capitals: ΚΑΛΟΤΗΣ
Transliteration A: kalótēs Transliteration B: kalotēs Transliteration C: kalotis Beta Code: kalo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A = κάλλος, beauty, a word formed by Chrysipp.Stoic.3.60.

German (Pape)

[Seite 1314] ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλότης: -ητος, ἡ, = κάλλος, καλλονή, λέξις σχηματισθεῖσα ὑπὸ Χρυσίππου, Πλούτ. 2. 441Β· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 350.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
beauté.
Étymologie: καλός.

Greek Monolingual

καλότης, ἡ (Α) καλός
(μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) κάλλος, καλλονή.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλότης: ητος ἡ красота Chrysippus ap. Plut.