διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Full diacritics: κεμάδειον | Medium diacritics: κεμάδειον | Low diacritics: κεμάδειον | Capitals: ΚΕΜΑΔΕΙΟΝ |
Transliteration A: kemádeion | Transliteration B: kemadeion | Transliteration C: kemadeion | Beta Code: kema/deion |
(sc. κρέας), τό,
A venison, Edict.Diocl.4.45 (prob.).
κεμάδειον, τὸ (Α)
το κρέας που προέρχεται από κυνήγι, κρέας αγριμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, -άδος + επίθ. -ειον (πρβλ. σκιάδ-ειον, στιβάδ-ειον)].