λινόστροφος

From LSJ
Revision as of 16:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόστροφος Medium diacritics: λινόστροφος Low diacritics: λινόστροφος Capitals: ΛΙΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: linóstrophos Transliteration B: linostrophos Transliteration C: linostrofos Beta Code: lino/strofos

English (LSJ)

ον,

   A twisted of flax, θῶμιγξ Opp.H.3.76.    II -στροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστροφος: -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, θῶμιγξ Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.

Greek Monolingual

λινόστροφος, -ον (Α)
1. πλεγμένος με λινάρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον
το φυτό πράσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό-στροφος, εύ-στροφος].