μάργηλις

From LSJ
Revision as of 17:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάργηλις Medium diacritics: μάργηλις Low diacritics: μάργηλις Capitals: ΜΑΡΓΗΛΙΣ
Transliteration A: márgēlis Transliteration B: margēlis Transliteration C: margilis Beta Code: ma/rghlis

English (LSJ)

εως or ιδος, ἡ,

   A pearl, Philostr.Im.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

μάργηλις: -εως, ἢ μαργηλίς, ίδος, ἡ, μαργαρίτης, Φιλόστρ. 700· - πρβλ. μαργέλλια.

Greek Monolingual

μάργηλις, -εως και μαργηλίς, -ίδος, ἡ (Α) μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μαργέλλιον].