μεσοστάτης

From LSJ
Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοστάτης Medium diacritics: μεσοστάτης Low diacritics: μεσοστάτης Capitals: ΜΕΣΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: mesostátēs Transliteration B: mesostatēs Transliteration C: mesostatis Beta Code: mesosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A inner beam or standard in the plinth of a torsion-engine, Ph.Bel.55.12, Hero Bel.104.9, Apollod.Poliorc.165.10, al.

German (Pape)

[Seite 140] ὁ, der in der Mitte steht, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοστάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἱστάμενος, ὁ μεσαῖος στῦλος, Ἥρων Βελοπ. σ. 137.

Greek Monolingual

μεσοστάτης, ὁ (Α)
αυτός που στέκεται στο μέσο, ο μεσαίος στύλος ή παραστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του (ἵστημι, πρβλ. στα-τός), πρβλ. ιερο-στάτης, χορο-στάτης].