μειότης

From LSJ
Revision as of 17:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειότης Medium diacritics: μειότης Low diacritics: μειότης Capitals: ΜΕΙΟΤΗΣ
Transliteration A: meiótēs Transliteration B: meiotēs Transliteration C: meiotis Beta Code: meio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A minimizing, A.D.Conj.250.9, 253.16.    II minority, Vett.Val.337.25.

Greek (Liddell-Scott)

μειότης: ἡ, ἐλλάττωσις, μειότητα ἢ ἐπίτασιν θαυμασμοῦ Ἀπολλωνίου περὶ Συνδ. 221, 19.

Greek Monolingual

μειότης, ἡ (Α)
1. μείωση, ελάττωση
2. μειοψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, κατά τα θηλ. σε -ότης].