μειότης
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A minimizing, A.D.Conj.250.9, 253.16. II minority, Vett.Val.337.25.
Greek (Liddell-Scott)
μειότης: ἡ, ἐλλάττωσις, μειότητα ἢ ἐπίτασιν θαυμασμοῦ Ἀπολλωνίου περὶ Συνδ. 221, 19.
Greek Monolingual
μειότης, ἡ (Α)
1. μείωση, ελάττωση
2. μειοψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, κατά τα θηλ. σε -ότης].