μολυβδικός

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδικός Medium diacritics: μολυβδικός Low diacritics: μολυβδικός Capitals: ΜΟΛΥΒΔΙΚΟΣ
Transliteration A: molybdikós Transliteration B: molybdikos Transliteration C: molyvdikos Beta Code: molubdiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A leaden, Gloss.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδικός: -ή, -όν, μολύβδινος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) μόλυβδος
μολύβδινος.