μυρόεις

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόεις Medium diacritics: μυρόεις Low diacritics: μυρόεις Capitals: ΜΥΡΟΕΙΣ
Transliteration A: myróeis Transliteration B: myroeis Transliteration C: myroeis Beta Code: muro/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A anointed, βόστρυχος AP6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.

German (Pape)

[Seite 221] εσσα, εν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόεις: εσσα, εν, μεμυρωμένος, βόστρυχος Ἀνθ. Π. 6. 234.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
parfumé.
Étymologie: μύρον.

Greek Monolingual

μυρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μυρωμένος, αρωματισμένος, ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -όεις (πρβλ. οιν-όεις)].

Greek Monotonic

μῠρόεις: -εσσα, -εν, μυρωμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῠρόεις: όεσσα, όεν умащенный (βόστρυχος Anth.).

Middle Liddell

μῠρόεις, εσσα, εν
anointed, Anth. [from μύ˘ρον]