μονόκλωνος

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκλωνος Medium diacritics: μονόκλωνος Low diacritics: μονόκλωνος Capitals: ΜΟΝΟΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: monóklōnos Transliteration B: monoklōnos Transliteration C: monoklonos Beta Code: mono/klwnos

English (LSJ)

ον,

   A with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr.HP9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Zweige, einem Sproß, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλωνος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα κλῶνα, Διοσκ. 3. 127, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 18.

Spanish

de un solo tallo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο
3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλῶνος].