νησιάζω
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
A = νησίζω 1, Str.1.3.18, Ph.1.622; ἄκρα νησιάζουσα peninsular, Stad.202.
Greek (Liddell-Scott)
νησιάζω: νησίζω, Στράβ. 58 (ἀλλὰ νησίζω, 59), 232: - ὡσαύτως, νησεύομαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 25. 48.
Greek Monolingual
νησιάζω (Α) νήσος
1. νησίζω
2. φρ. «ἄκρα νησιάζουσα» — χερσόνησος.
Greek Monotonic
νησιάζω: = νησίζω, σε Στράβ.