περίληψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A grasping with the hand, Poll.9.98 ; embracing, LXXEc.3.5. II comprehension, ἐν τῇ π. τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχικῆς in the fact of their comprehending the vital principle, Arist.GA762a25, cf. Epicur.Ep.1p.16U.(pl.); ἐπιστημονικὴ π. Procl. in Alc.p.276 C.; εἰς καθολικὴν καὶ ἔντεχνον π. πεσεῖν admit of general and technical comprehension, D.H.Comp.12. III inclusion, κατὰ περίληψιν S.E.M.10.99,286, cf. Procl. in Euc.p.395 F. 2 concrete, that which includes or comprehends, [θεὸς] πάντων π. καὶ μέτρον Plot.6.8.18 ; ἡ ἡνωμένη π. ἣν σπέρμα πάντων ἐκάλεσε Dam.Pr.98.
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, das Umfassen, Begreifen, Clem. Al. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίληψις: ἡ, τὸ λαμβάνειν διὰ τῆς χειρός, «περιλήψει δύο ψήφων ὁμοχρόων» Πολυδ. Θ΄, 98· ἐναγκαλισμός, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ΄, 5). ΙΙ. κατανόησις, ἐν τῇ π. τῆς ἀρχῆς τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 17, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12, Πλωτῖν. 753Α, Πρόκλ., κτλ.· - κατὰ περίληψιν λέγειν, δηλ. περιληπτικῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802· τὸ ῥητορικὸν τοῦτο σχῆμα καλεῖται σχῆμα περιληπτικὸν ὑπὸ τοῦ Οὐλπ. εἰς Δημ. κατὰ Ἀριστοκράτ. 454.
Russian (Dvoretsky)
περίληψις: εως ἡ схватывание: ἡ π. τῆς ἀρχῆς Arst. содержание в себе (жизненного) начала.