προσδόκημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A expectation, Pl.Phlb.32c.
German (Pape)
[Seite 756] τό, das Erwartete, die Erwartung, Plat. Phil. 32 b.
Greek Monolingual
τὸ, Α προσδοκῶ
προσδοκία, ελπίδα.
Russian (Dvoretsky)
προσδόκημα: ατος τό ожидание, предвосхищение (τούτων τῶν παθημάτων Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδόκημα -ατος, τό [προσδοκάω] verwachting.