σύλλεξις

From LSJ
Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύλλεξις Medium diacritics: σύλλεξις Low diacritics: σύλλεξις Capitals: ΣΥΛΛΕΞΙΣ
Transliteration A: sýllexis Transliteration B: syllexis Transliteration C: sylleksis Beta Code: su/llecis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A contribution, Antiph.210, cf. Poll.6.179.

German (Pape)

[Seite 975] ἡ, das Zusammenlesen, -bringen, Versammeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεξις: -εως, ἡ, συνεισφορά, ἔρανος, Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 179.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.