συνύπαρξις
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coexistence, S.E.P.2.199, M.10.267, A.D.Adv.194.1, Gal.1.116.
German (Pape)
[Seite 1038] ἡ, das Mit- oder Zugleichvorhandensein, S. Emp. pyrrh. 2, 199.
Greek (Liddell-Scott)
συνύπαρξις: ἡ, ὁμοῦ ὕπαρξις, τὸ συνυπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 199, π. Μ. 1. 267, Ἐκκλ.
Russian (Dvoretsky)
συνύπαρξις: εως ἡ одновременное наличие, сосуществование Sext.