φύλλωμα

From LSJ
Revision as of 21:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλωμα Medium diacritics: φύλλωμα Low diacritics: φύλλωμα Capitals: ΦΥΛΛΩΜΑ
Transliteration A: phýllōma Transliteration B: phyllōma Transliteration C: fylloma Beta Code: fu/llwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A foliage, D.S. 3.19 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

φύλλωμα: τό, τὰ φύλλα δένδρου ἐν συνόλῳ, τὸ σύνολον πυκνῶν φύλλων δένδρου, ἐλάται πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
φυλλῶ
το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού
νεοελλ.
το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.

Russian (Dvoretsky)

φύλλωμα: ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.