ψηφάς
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
άδος, ὁ,
A juggler, Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217.
Greek (Liddell-Scott)
ψηφάς: -άδος, ὁ, ὀφθαλμοπλάνος, γόης, ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες.. ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων Ἀθαν. 2, 298C· ὡσαύτως ψηφᾶς, ἃ ἴδε Δουκάγγ.· πρβλ. ψηφοπαίκτης.
Greek Monolingual
και ψηφᾱς, -άδος, ὁ, Α
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός («ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. κοιλ-άς)].