ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Full diacritics: εὐκηλία | Medium diacritics: εὐκηλία | Low diacritics: ευκηλία | Capitals: ΕΥΚΗΛΙΑ |
Transliteration A: eukēlía | Transliteration B: eukēlia | Transliteration C: efkilia | Beta Code: eu)khli/a |
Dor. εὐ-κᾱλία, ἡ,
A quiet, Hsch.
εὐκηλία: ἡ, ἡσυχία, Ἡσύχ. (εὐκαλεία κῶδ.).
εὐκηλία, δωρ. τ. εὐκαλία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ησυχία.