εὔκαμπτος

From LSJ
Revision as of 10:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκαμπτος Medium diacritics: εὔκαμπτος Low diacritics: εύκαμπτος Capitals: ΕΥΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúkamptos Transliteration B: eukamptos Transliteration C: eykamptos Beta Code: eu)/kamptos

English (LSJ)

ον,

   A flexible, Sapph.Supp. 5.13, Arist. PA692a2.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαμπτος: -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, εὐλύγιστος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].

Russian (Dvoretsky)

εὔκαμπτος: легко загибающийся, гибкий (θρίξ Arst.).