εὔθλαστος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ον, (θλάω)
A easily indented or bruised, Arist.Mete.386a26, Hero Spir.1 Praef., Gp.9.17.3.
German (Pape)
[Seite 1069] leicht zu zerquetschen, Arist. Meteor. 4, 9; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθλαστος: -ον, (θλάω) εὔθραυστος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.
Greek Monolingual
εὔθλαστος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)].
Russian (Dvoretsky)
εὔθλαστος: легко раздавливаемый, легко растирающийся (χειρί Arst.).