ἀκρόψιλος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον,
A bare or smooth at top, αἰδοῖον Hp.Epid.4.31.
German (Pape)
[Seite 85] oben kahl. Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόψῑλος: -ον, =γυμνὸς ἢ φαλακρὸς κατὰ τὴν κορυφήν, Ἱππ. 1133Ε.
Spanish (DGE)
-ον
desnudo en la punta αἰδοῖον Hp.Epid.4.31, cf. Gal.19.74.
Greek Monolingual
ἀκρόψιλος, -ον (Α)
γυμνός ή μαλακός κατά το άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ψιλός.